- ἀπέκτεινα
- ἀποκτείνωkillaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπέκτειν' — ἀπέκτεινα , ἀποκτείνω kill aor ind act 1st sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill aor ind act 3rd sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill imperf ind act 3rd sg ἐπέκτεινε , ἐπεκτείνω stretch pres imperat act 2nd sg ἐπέκτειναι , ἐπεκτείνω stretch aor imperat mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκτείνασι — ἀπεκτείνᾱσι , ἀπό ἐκτείνω stretch out aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέκτειν' — ἀπέκτεινα , ἀποκτείνω kill aor ind act 1st sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill aor ind act 3rd sg ἀπέκτεινε , ἀποκτείνω kill imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποκτείνω — Α φονεύω και κάποιον άλλο ακόμη («οὐχ ὅτι ἀπέκτεινά σου τὸν ὑὸν μεταμέλει μοι, ἀλλ ὅτι οὐ καὶ σὲ προσαπέκτεινα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποκτείνω «φονεύω, θανατώνω»] … Dictionary of Greek
σφαλίζω — ΝΜΑ [σφαλός] νεοελλ. κλείνω μέσα, περιορίζω νεοελλ. μσν. 1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, τού τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.) 2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν… … Dictionary of Greek